δημόθρους

δημόθρους
δημόθρους, -ουν (AM)
1. αυτός που συζητιέται στον λαό, ο περιβόητος
2. εκείνος που προκαλεί τη λαϊκή κατακραυγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δημόθρους — δημόθροος uttered by the people masc/fem nom pl δημόθροος uttered by the people masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φήμη γε μέντοι δημόθρους μέγα σθένει. — См. Глас народа, глас Божий …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • глас народа, глас Божий — (народа, а не толпы) Ср. Глас народа говорит пословица глас Божий. Во всякой сплетне есть всегда тень правды. Писемский. Тысяча душ. 2, 6. Ср. Volkesstimme ist Gottes Stimme. Ср. Gehorche Der Stimme des Volks, sie ist die Stimme Gottes. Слушайся… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Глас народа, глас Божий — Гласъ народа, гласъ Божій (народа, а не толпы). Ср. Гласъ народа говоритъ пословица гласъ Божій. Во всякой сплетнѣ есть всегда тѣнь правды. Писемскій. Тысяча душъ. 2, 6. Ср. Volkesstimme ist Gottes Stimme. Ср. Gehorche Der Stimme des Volks, sie… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ …   Dictionary of Greek

  • φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”